Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εκατό πενήντα

  • 1 полтораста

    Русско-греческий словарь > полтораста

  • 2 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

См. также в других словарях:

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Zahlen der Welt — In nahezu allen Sprachen der Menschen gibt es sprachliche Repräsentationen für Zahlen. Aus diesen Zahlworten oder Zahlnamen lassen sich interessante Schlussfolgerungen über die Entwicklung des Zählens und des Zahlenbegriffs sowie über… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»